ὑπόχαλκος — containing a mixture of copper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχαλκον — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem acc sg ὑπόχαλκος containing a mixture of copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχάλκοις — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχάλκους — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχαλκα — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχαλκοι — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελεώ — κατελεῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ελεώ) αισθάνομαι μεγάλο οίκτο για κάποιον, συμπαθώ, συμπάσχω με κάποιον, λυπάμαι κάποιον πολύ («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὐπόχαλκος ἢ ὐποσίδηρος γένηται μηδενὶ τρόπῳ κατελεήσουσιν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παραχαράξιμος — ον, ΜΑ [παραχάραξις] 1. παραχαραγμένος, κίβδηλος, παραποιημένος («ὑπόχαλκος παραχαράξιμον νόμισμα», λεξ. Σούδα) 2. συνεκδ. ψεύτικος, νόθος, φαύλος, κακός … Dictionary of Greek
υποσίδηρος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.) 2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σίδηρος (πρβλ. περι σίδηρος)] … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek